νήιον

νήιον
νήιος
masc acc sg
νήιος
neut nom/voc/acc sg
νήιος
masc/fem acc sg
νήιος
neut nom/voc/acc sg
νηέω
heap
imperf ind act 3rd pl (doric)
νηέω
heap
imperf ind act 1st sg (doric)
νηιος
of
masc acc sg
νηιος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νήιον — Νήϊον , Νήϊον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИТАКА —    • Ithăca,          Ίθάκη, н. Фиаки, небольшой (в 3 кв. мили величиной), но знаменитый остров Одиссея на восток от Кефаллении или Самы, у Гомера называется самым западным из островов (Ноm. Od. 9, 25). Горный хребет прорезывает весь остров,… …   Реальный словарь классических древностей

  • υπονήϊος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται κάτω από το Νήϊον*, όρος τής Ιθάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήϊος (< Νήϊον «όνομα όρους»)] …   Dictionary of Greek

  • Νηίω — Νηΐω , Νήϊον neut nom/voc/acc dual Νηΐω , Νήϊον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήιον — ξῡνήιον , ξυνήιος common masc acc sg ξῡνήιον , ξυνήιος common neut nom/voc/acc sg ξυνήϊον , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРМЕЙСКИЙ МЫС —    • Hermaeum promunturium,          Έρμαι̃ον λέπας, Έρμαία άκρα,        1. мыс на южном берегу острова Крита, южная оконечность белых гор (Λευκή); н. Плака;        2. мыс в Африке (Zeugitana), у римлян Mercurii prom. Liv. 29, 27. Северо… …   Реальный словарь классических древностей

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • Νηίου — Νηΐου , Νήϊον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηίῳ — Νηΐῳ , Νήϊον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”